Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017

Συνέντευξη της Αρχαιολόγου που αναμόρφωσε τον Αρχαιολογικό Χώρο της Πέλλας

Για το πέρασμά της από τον αρχαιολογικό χώρο της Πέλλας μιλάει σε συνέντευξή που παραχώρησε η Δρ. Μαρία Λιλιμπάκη – Ακαμάτη, αρχαιολόγος, Επίτιμη διευθύντρια του Υπουργείου Πολιτισμού

 μια Αρχαιολόγο που αναμόρφωσε τον Αρχαιολογικό Χώρο της Πέλλας. 


Ακολουθούν αποσπάσματα από την συνέντευξη στο sharpdialogue.com


Για τέσσερις σχεδόν δεκαετίες εργαστήκατε στον ίδιο χώρο, στην Πέλλα, την πρωτεύουσα της αρχαίας Μακεδονίας. Πώς προέκυψε η σύνδεση αυτή;  Ήταν εξαρχής η πρώτη σας επιλογή;
Φυσικά και δεν ήταν αρχικά αυτή η επιλογή μου. Όταν αποφοίτησα από το πανεπιστήμιο, ήθελα να εργασθώ στην Αρχαιολογική Υπηρεσία, γι’ αυτό και δεν επεδίωξα να διορισθώ στη Μέση εκπαίδευση, πράγμα που ήταν πολύ εύκολο τότε. Έτσι, εργάσθηκα για 2 χρόνια ως επιστημονική βοηθός στη Μυτιλήνη και στη συνέχεια στις Κυκλάδες. Ήρθα στη Βόρειο Ελλάδα, όταν προέκυψε η ανασκαφή του μακεδονικού τάφου της Μαρίνας Νάουσας και στη συνέχεια κάποιες σωστικές ανασκαφές στη Βέροια. Έφθασα στην Πέλλα για να εποπτεύσω στρωματογραφικές τομές στο ψηφιδωτό της Οικίας της Ελένης που διενεργούσαν η Ε. Γιούρη (ως μελετήτρια) και ο Γ. Τουράτσογλου (επιμελητής της ΙΖ΄ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, Ε.Π.Κ.Α.). Είχα προϊσταμένη την αείμνηστη Μ. Σιγανίδου, η οποία, καθώς ήταν ένας εξαιρετικός, γενναιόδωρος άνθρωπος, με στήριξε σε όλες τις επιλογές μου, όπως συνέβη εξάλλου και με τις άλλες εποχιακές συναδέλφους μου. Συνεργασθήκαμε θαυμάσια για 15 χρόνια, στη διάρκεια των οποίων είχα την ευκαιρία να δοκιμασθώ σε ανασκαφές, μουσειακές εργασίες, διοίκηση, δημόσιες σχέσεις κλπ. Γνώρισα καλά την Πέλλα και τα προβλήματά της, ώστε με το τέλος της δεκαετίας του ’80 να έχω σχηματίσει μια κατασταλαγμένη άποψη για την πορεία των ενεργειών που έπρεπε να γίνουν για την ανάδειξη του σπουδαίου αυτού χώρου. Ενέργειες που έγινε δυνατό να ευοδωθούν στις επόμενες δεκαετίες με την ενίσχυση των ευρωπαϊκών πλαισίων στήριξης. 

Μοιραστείτε μαζί μας την πρώτη σας ανασκαφή, αυτή με την οποία θα είστε για πάντα συναισθηματικά δεμένη…
Στην ανασκαφή του μακεδονικού τάφου της Μαρίνας Νάουσας νομίζω ότι δοκιμάσθηκα συνολικά. Για να φθάσω στο μνημείο θυμάμαι ότι έπαιρνα, πριν ξημερώσει, το τραίνο για τη Βέροια, μετά το λεωφορείο για τη Νάουσα, κάπου ενδιάμεσα με παραλάμβανε ο φύλακας με το αγροτικό και έφθανα στη Μαρίνα, όπου με περίμεναν για να αρχίσει η δουλειά. Το απόγευμα επαναλάμβανα την ίδια διαδρομή, με αποτέλεσμα να φθάνω στο σπίτι 7-8 το βράδυ. Και κάτι άλλο ακόμα: την ανείπωτη χαρά μου, όταν την πρώτη μέρα της πρώτης ανασκαφής μου στην Πέλλα, βρήκα το μοναδικό αργυρό τετράδραχμο του Αλεξάνδρου Α΄, στη στρωματογραφική έρευνα του ψηφιδωτού της Οικίας της Ελένης, αλλά και τη μέρα που έκανε τα πρώτα του βήματα ελεύθερα ο γιος μου στην ανασκαφή της ελληνιστικής πόλης της Φλώρινας ακολουθώντας μια χελώνα…

Όλα αυτά τα χρόνια φέρατε στο φως πολλά σημαντικά κτίρια της αρχαίας πρωτεύουσας. Είμαστε σήμερα σε θέση να κατανοήσουμε τη μορφή της και την ζωή των κατοίκων της;
Νομίζω ότι με βάση και τις μελέτες που έχουν εκπονηθεί, αλλά και τα έργα συντήρησης και ανάδειξης που έχουν υλοποιηθεί, μπορεί σήμερα, τόσο ο επιστήμονας όσο και ο επισκέπτης που έχει το σχετικό ενδιαφέρον, να κατανοήσει αρχικά το μεγάλο μέγεθος της πόλης και το άριστο πολεοδομικό της σχέδιο και στη συνέχεια τη μορφή πολλών δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, καθώς και τη λειτουργία τους. Η γνώση ολοκληρώνεται στο μουσείο, η έκθεση του οποίου είναι μια μικρογραφία του αρχαιολογικού χώρου. Εκεί ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να συσχετίσει τα κινητά ευρήματα με τα μνημεία και με την κατάλληλη πληροφόρηση να κατανοήσει πτυχές της δημόσιας και ιδιωτικής ζωής των κατοίκων της πόλης.

Σε αντίθεση με άλλους συναδέλφους σας, είστε από τις/τους αρχαιολόγους που έχουν δημοσιεύσει τα ευρήματα των ανασκαφών τους. Έχετε μελετήσει όλο το υλικό που φέρατε στο φως ή ένα μεγάλο μέρος παραμένει ακόμα αδημοσίευτο;
Φυσικά και δεν έχω μελετήσει όλο το υλικό που ανέσκαψα. Νομίζω ότι κανείς αρχαιολόγος πεδίου δεν μπορεί να το κατορθώσει. Ωστόσο, έχει δημοσιευθεί ένας αρκετά μεγάλος αριθμός υλικού. Οι δημοσιεύσεις αυτές ευελπιστώ να είναι εύληπτες και χρήσιμες όχι μόνο για την παρουσίαση των ανασκαφικών στοιχείων και ευρημάτων, αλλά και για τη συγκριτική μελέτη υλικού άλλων περιοχών. Πιστεύω ότι ο αρχαιολόγος πεδίου πρέπει να φροντίζει να παρουσιάζεται το ανασκαφικό υλικό με συστηματικό και επιστημονικά ορθό τρόπο, χωρίς να εξαντλούνται απαραίτητα όλα τα προς διερεύνηση θέματα, καθώς κανείς δεν μπορεί να είναι εξοικειωμένος με όλες τις εποχές και όλους τους τομείς. Εάν τα στοιχεία είναι σωστά δοσμένα, παρέχεται η δυνατότητα σε άλλους ερευνητές, με εξειδίκευση σε επιμέρους θέματα, να διευρύνουν τη μελέτη και προς άλλες κατευθύνσεις.

Εξ όσων γνωρίζω, παρόλο που σας δόθηκε η δυνατότητα να αναλάβετε μια πιο κεντρική διεύθυνση, όπως το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, εντούτοις -μέχρι την αφυπηρέτησή σας- επιλέξατε να μείνετε στην Πέλλα. Τι σας κράτησε και αντισταθήκατε στον «πειρασμό»;
Την εποχή που προέκυψε το θέμα της μετάθεσής μου στη Θεσσαλονίκη, είχε ολοκληρωθεί και εγκριθεί το σύνολο σχεδόν των μελετών συντήρησης και ανάδειξης του χώρου, αλλά και του νέου μουσείου. Η εκπόνηση των μελετών αυτών ήταν ένα έργο δεκαετίας, στο οποίο ανάλωσα πολλές δυνάμεις και πολύ χρόνο. Το 2001, εποχή ένταξης των παραπάνω έργων στο Γ΄ Κ.Π.Σ. για υλοποίηση, έπρεπε να υπάρξει ένας συντονισμός και μια οργανωμένη προσπάθεια σε άμεση συνεργασία με τους υπηρεσιακούς παράγοντες του Υπουργείου, αλλά και τις τοπικές υπηρεσίες και φορείς, για να υλοποιηθούν τα έργα. Θεώρησα ότι μια αποχώρησή μου την περίοδο εκείνη δεν θα διευκόλυνε την ομαλή εξέλιξη των διαδικασιών. Επιπλέον, δεν ήθελα να αφήσω ανολοκλήρωτο ένα έργο ζωής. Φυσικά είχα τη στήριξη στην άρνηση αποδοχής της μετακίνησής μου και όλων των εργαζομένων στους 5 νομούς της ΙΖ΄ Ε.Π.Κ.Α., που με γραπτό υπόμνημα παρακάλεσαν τον Υπουργό να μην εμμείνει στην απόφασή του. Κατανοώ βέβαια ότι η ενέργειά μου δεν ήταν η πλέον πρέπουσα διοικητικά, ωστόσο η εξέλιξη των πραγμάτων μάλλον με δικαίωσε. Και λέω μάλλον, γιατί τα αποτελέσματα του έργου μας δεν κρίνονται μόνο άμεσα, αλλά και μακροπρόθεσμα, και αυτήν την κριτική είναι που φοβάμαι. Ωστόσο ένα είναι βέβαιο. Με τις επικρατούσες συνθήκες και τις υπάρχουσες δυνατότητες έγινε ό, τι ήταν δυνατόν για την ευόδωση των αρχαιολογικών έργων στην Πέλλα. Φυσικά κάποιοι μπορεί να έχουν διαφορετική άποψη, σκεπτόμενοι διαφορετικές πιθανόν ενέργειες, αλλά κανείς από αυτούς δεν βρέθηκε στη συγκεκριμένη θέση τη συγκεκριμένη περίοδο. 

Είστε εκείνη που αγωνίστηκε για την ίδρυση του Μουσείου της Πέλλας και είχατε την τύχη να το δείτε να γεννιέται εκ βάθρων. Πώς ολοκληρώθηκε το εντυπωσιακό αυτό εγχείρημα;
Η δημιουργία του μουσείου δεν ήταν μια στιγμιαία παρόρμηση και το αποτέλεσμα ενός πρόχειρου προγραμματισμού. Για να καταλήξουμε στην πρόταση πέρασαν αρκετά χρόνια έρευνας, μελέτης και τριβής με τα προβλήματα του χώρου. Έτσι, οι προτάσεις μας στις μελέτες που εκπονήθηκαν προέκυψαν από όλην αυτή την ενασχόληση και ήταν σαφείς και υλοποιήσιμες. Ο αγώνας της ΙΖ΄ Ε.Π.Κ.Α. για την ανέγερση μουσείου στην Πέλλα είχε αρχίσει από τη δεκαετία του ’80, μαζί με τη Μαρία Σιγανίδου. Καταβλήθηκε μεγάλη προσπάθεια για να πεισθούν οι κεντρικές υπηρεσίες του υπουργείου για την αναγκαιότητα της ανέγερσης, αλλά και για να μεθοδευθούν οι κινήσεις και δράσεις των τοπικών φορέων. Βέβαια την εποχή εκπόνησης των μελετών η Μ. Σιγανίδου δεν υπήρχε πια. Έτσι, επωμίσθηκα όλες τις ευθύνες του έργου στη δεκαετία του ’90. Χάρις στην καλή συνεργασία με τις υπηρεσίες του υπουργείου και τους εξαιρετικούς συνεργάτες, οι μελέτες εκπονήθηκαν έγκαιρα και η έγκρισή τους δεν παρουσίασε ιδιαίτερα προβλήματα. Είχαμε την τύχη να αναλάβει στη συνέχεια το έργο μια αξιόπιστη τεχνική εταιρεία που ολοκλήρωσε το οικοδομικό μέρος στον προβλεπόμενο χρόνο (2,5 χρόνια), έτσι ώστε να μπορέσουμε στη συνέχεια βάσει των εγκεκριμένων μουσειολογικών μελετών, που είχαμε εκπονήσει, να οργανώσουμε την έκθεση σε 6 μήνες. Για την επίτευξη αυτού του σκοπού χρησιμοποιήσαμε και προσωπικό της κατασκευαστικής εταιρείας του κτιρίου, αλλά και όλο σχεδόν το προσωπικό της Εφορείας. Έτσι, σε χρόνο «ρεκόρ» για τα ελληνικά δεδομένα δημιουργήθηκε ένα νέο μουσείο που συγκεντρώνει θετικές κριτικές στο σύνολό του ως σήμερα.
Εδώ πρέπει να αναφέρω, ότι πριν από το Mουσείο της Πέλλας, τόσο εγώ όσο και συνεργάτες μου δοκιμασθήκαμε πολυποίκιλα σε έργα συντήρησης-ανάδειξης μνημείων και χώρων, αλλά και μουσειακών έργων στους 5 νομούς της Εφορείας (νέα μουσεία, ανακαινίσεις-εκθέσεις: Μουσείο Αιανής, Μουσείο Φλώρινας, Μουσείο Άργους Ορεστικού, Μουσείο Βέροιας, Κτίριο Προστασίας Βασιλικών Τάφων Βεργίνας. Συντήρηση-ανάδειξη αρχαιολογικών χώρων: Πέλλα, Λόγγος Έδεσσας, ελληνιστική πόλη Φλώρινας, Πέτρες Φλώρινας, Αυγή Καστοριάς, Μίεζα [Μακεδονικοί Τάφοι, Σχολή Αριστοτέλους, Θέατρο], Βεργίνα [Τούμπα Βασιλικών Τάφων, Ανάκτορο], Λευκόπετρα Ημαθίας, κ.ά.). Όλα τα παραπάνω έργα, που υλοποιήθηκαν συλλογικά, με τη συνεργασία ατόμων διαφόρων ειδικοτήτων, αρχαιολόγων, αρχιτεκτόνων, μηχανικών, συντηρητών, τεχνιτών, φυλάκων, εργατών κλπ., όπως είναι φυσικό, μας πρόσφεραν γνώση και πολύτιμη εμπειρία. Αλλά και το ιδιαίτερα πολύπλοκο διοικητικό σκέλος των έργων είχα την τύχη να το διαχειρίζονται πολύ ικανοί συνεργάτες, έτσι ώστε, παρά την πιεστική γραφειοκρατική διαδικασία ήμασταν πάντα σε θέση να αντιμετωπίζουμε δυσεπίλυτα προβλήματα. Το καταστάλαγμά αυτής της γνώσης και εμπειρίας, που αποκτήσαμε από τα παραπάνω έργα, διοχετεύσαμε στο Mουσείο της Πέλλας.

Το κοινό συνήθως μένει στα εγκαίνια, αγνοώντας όλη την προεργασία που απαιτείται. Ποιες δυσκολίες πρέπει να υπερκεράσει ένας διευθυντής μουσείου, προκειμένου να φτάσει στο ποθητό αποτέλεσμα; 
Καταρχήν πρέπει να υπάρξει μια καλή, ολοκληρωμένη μελέτη, μέσα από την οποία να μπορεί και ένας ακόμα μη ειδικός να κατανοήσει τα επιχειρούμενα. Η μελέτη βέβαια είναι το αποτέλεσμα της βαθιάς γνώσης του αντικειμένου. Είναι απαραίτητο να τηρούνται οι εκάστοτε απαιτούμενες διοικητικές διαδικασίες, ώστε να μην υπάρχουν καθυστερήσεις στη συνέχεια από την εμπλοκή άλλων υπηρεσιών. Να αποφεύγονται παλινωδίες, αλλαγές σχεδιασμού κλπ.. Να υπάρχει καλή οργάνωση, συντονισμός και συνεχής εποπτεία των εργασιών. Να γίνεται «εκμετάλλευση», με την καλή έννοια του όρου, των ικανοτήτων και γνώσεων του κάθε εργαζόμενου.

Πόσο σημαντική ήταν για την τοπική κοινωνία αλλά και για την Ελλάδα ολόκληρη η δημιουργία του εξαιρετικού αυτού Μουσείου; Με ποια κριτήρια έγινε η έκθεση των ευρημάτων του;
Πιστεύω ότι το μουσείο η τοπική κοινωνία πρέπει να το βλέπει σαν ένα δώρο της πολιτείας στον τόπο. Η επιλογή των ευρημάτων έγινε με βάση τη δυνατότητα ένταξής τους σε συγκεκριμένους θεματικούς τομείς και την κατάσταση διατήρησής τους. Για την επιλογή αυτή υλοποιήθηκε μια μακρόχρονη εργασία στις αποθήκες από άξιους συνεργάτες, για τη συστηματική ηλεκτρονική καταγραφή του επιλεγμένου υλικού και το στήσιμό του δοκιμαστικά σε προθήκες «μοντέλα», πριν μετακινηθεί στον χώρο του μουσείου. 

Σας ευγνωμονούμε πραγματικά για όλη αυτήν την προσπάθεια. Φοβάμαι όμως πως πολλοί, ακόμα και συνάδελφοι, πόσω μάλλον οι νεότεροι, δεν αντιλαμβάνονται το μέγεθος του έργου ή δεν θα θυμούνται τι μουσείο είχε πριν μια πόλη που υπήρξε πρωτεύουσα μιας ολόκληρης αυτοκρατορίας…
Αυτό μπορεί να συμβαίνει, αλλά δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι, εκτός από το να τεκμηριώνεται η κάθε περίοδος και αυτό το έχουμε κάνει με εκδόσεις, διαλέξεις κλπ.. Όσοι γνωρίζουν φυσικά το αντικείμενο, οφείλουν να γνωρίζουν και τα πεπραγμένα.

Είναι αλήθεια ότι για να φτάσει κανείς στο σύγχρονο και εντυπωσιακό αυτό μουσείο, θα πρέπει να διανύσει μια πορεία χωρίς τις πρέπουσες υποδομές και χωρίς την κατάλληλη αισθητική. Έχει, κατά τη γνώμη σας, αυτό αντίκτυπο στη γενική εικόνα που αποκομίζει ο επισκέπτης; Δρα ανασταλτικά στην αύξηση της επισκεψιμότητάς του;
Νομίζω ότι η δημιουργία πολλών μουσείων και η οργάνωση πλήθους εκθέσεων τις δυο τελευταίες δεκαετίες έχει δημιουργήσει υψηλές απαιτήσεις για τους χώρους αυτούς και πιστεύω ότι στο Μουσείο της Πέλλας, στο οποίο συνδυάζεται η αρχιτεκτονική καθαρότητα, η εκθεσιακή λιτότητα και η άπλετη γνώση, οι επισκέπτες είναι σε θέση να εκτιμήσουν το καλό έργο. Αυτό δείχνει και η συνεχής αυξανόμενη επισκεψιμότητα, που ενισχύεται βέβαια και από τη διαχείριση του μουσείου από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Πέλλας, η οποία επιδεικνύει συνεχή φροντίδα για την ευπρεπή εικόνα του μουσείου και του χώρου, τον εμπλουτισμό με στοιχεία που βοηθούν την καλή λειτουργία, την οργάνωση συστηματικών εκπαιδευτικών προγραμμάτων, αλλά και εκδηλώσεων ποικίλου περιεχομένου, που δίνουν τη δυνατότητα σε ανθρώπους διαφορετικού μορφωτικού επιπέδου να επισκεφθούν το μουσείο.

Πατήστε εδώ για να διαβάσετε ολόκληρη την συνέντευξη

sharpdialogue

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου