Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2017

Μια αχρείαστη επίσκεψη



Η επίσκεψη του νεοσουλτάνου Ερντογάν τελειώνει σήμερα με τη σκηνοθετημένη αποθέωσή του στην Κομοτηνή από χιλιάδες ομοδόξους του. Η αποτίμηση όμως της επίσκεψης δεν είναι μια απλή υπόθεση.
Κατ’ αρχάς οι δημόσιοι καυγάδες μεταξύ Παυλόπουλου - Ερντογάν αρχικά και Τσίπρα - Ερντογάν στη συνέχεια ήταν αναπόφευκτοι. Ευτυχώς που το αποτέλεσμά τους έσωσε την επικοινωνιακή παρτίδα, διότι όσοι είχαμε δει την εξαιρετικά επιθετική συμπεριφορά του Προέδρου της Τουρκίας κατά τη συνέντευξή του την Τετάρτη το βράδυ στον
Αλέξη Παπαχελά ήμασταν βέβαιοι ότι ο νεοσουλτάνος ερχόταν στην Αθήνα με άγριες και άκρως εχθρικές διαθέσεις.
Το «Ποντίκι», μάλιστα, που είχε τυπωθεί πριν από τη συνέντευξη και είχε κυκλοφορήσει χθες πριν από τις συναντήσεις, είχε κεντρικό τίτλο «Όλα τα ’χαμε, αυτός μας έλειπε». Θεωρώ ότι τα έλεγε όλα.
Για τον απλούστατο λόγο ότι μόνο τυφλός δεν θα έβλεπε ότι ο Ερντογάν των χιλίων προβλημάτων και ανοιχτών συγκρούσεων ερχόταν στην Αθήνα για να θέσει επισήμως – στα μούτρα όλων μας – όλη την ατζέντα αμφισβήτησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων μας, την οποία άλλωστε εκδιπλώνει συστηματικά και με αυξανόμενη ένταση, ιδιαίτερα την τελευταία διετία, στη θάλασσα και τον ουρανό του Αιγαίου, στην Κύπρο και στη Θράκη.
[Αποδεικνύει άλλωστε διαρκώς ο νεοσουλτάνος αυτό που κάμποσοι «αιθεροβάμονες» στην Ελλάδα αρνούνται να δουν ή να παραδεχτούν: ότι η Κύπρος, το Αιγαίο και η Θράκη – με αυτήν τη σειρά – αποτελούν ένα ενιαίο μέτωπο αντίστασης για τον φθίνοντα και υποχωρούντα ελληνισμό έναντι του τουρκικού επεκτατισμού].
Επικοινωνιακά, νικητές
Από άποψη πολιτικής επικοινωνίας, τελικά... δεν πνιγήκαμε. Αντιθέτως, όλα τα θέματα που έβαλε ο νεοσουλτάνος απαντήθηκαν πλήρως και πειστικά:
● Η αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάννης απαντήθηκε επαρκώς και όσο επιθετικά χρειαζόταν από Παυλόπουλο (νομικά) και Τσίπρα (πολιτικά).
● Τα θέματα της μουσουλμανικής μειονότητας, της οικονομικής της κατάστασης και του αρχιμουφτή, τα οποία ο Ερντογάν επιχείρησε τεχνηέντως να συνδέσει με τη Συνθήκη της Λωζάννης, κατέληξαν με τον ίδιο να αναγνωρίζει ότι η μειονότητα της Θράκης αποτελείται από Τούρκους, Πομάκους και Ρομά και, συνεπώς, δεν είναι «τουρκική μειονότητα», αλλά και ότι οι υποθέσεις αυτές αποτελούν ζήτημα εσωτερικής πολιτικής διαχείρισης της Ελλάδας και όχι αντικείμενο της Συνθήκης της Λωζάννης. Κυρίως δεν αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης με άλλη χώρα.
● Στα θέματα των θρησκευτικών ελευθεριών τού υπενθυμίστηκαν όλες οι καταπατήσεις δικαιωμάτων εκ μέρους της Τουρκίας και εις βάρος της ελληνικής μειονότητας στην Κωνσταντινούπολη.
● Στο Κυπριακό ο Τσίπρας του είπε κατά πρόσωπο ότι πρόκειται για θέμα παράνομης εισβολής και κατοχής, κάτι που δεν «ξεχνά» μόνο ο Ερντογάν, αλλά και οι κάθε λογής «τουρκολάγνοι» στην Ελλάδα.
● Στο θέμα των Τούρκων αξιωματικών που διέφυγαν στην Ελλάδα μετά το πραξικόπημα οι απαντήσεις ήταν επαρκείς.
● Εν τέλει ο Ερντογάν υποχρεώθηκε να δηλώσει ότι δεν διεκδικεί ελληνικά εδάφη – τα οποία όμως... διεκδικεί εμπράκτως.
ΗΠΑ και Ε.Ε. εν σώματι «άδειασαν» τον Ερντογάν στο θέμα της Συνθήκης της Λωζάννης. Το Στέιτ Ντιπάρτμεντ δήλωσε ότι «από θέση αρχής, οι Ηνωμένες Πολιτείες υποστηρίζουν την κυριαρχία των χωρών της περιοχής, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας και της Τουρκίας». Και αξιωματούχος της Ε.Ε. επεσήμανε πως «οι προσδοκίες μας σε όλες τις υποψήφιες χώρες όσον αφορά το κράτος δικαίου, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τις σχέσεις καλής γειτονίας και τη δέσμευση έναντι του διεθνούς δικαίου και των συνθηκών είναι σαφείς σε όλους».
Όλες τις λεπτομέρειες και μια πλήρη αποτίμηση για τις κοινές δηλώσεις Τσίπρα και Ερντογάν θα τις βρείτε εδώ.
Γιατί τον κάλεσαν;
Υπάρχει ωστόσο ένα μελανό σημείο στην όλη ιστορία. Προφανώς δεν είναι αυτό που ήδη λανθασμένα αναδεικνύει η Νέα Δημοκρατία: ότι δηλαδή δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένη στο διπλωματικό πεδίο η επίσκεψη Ερντογάν. Καμιά προετοιμασία δεν θα μπορούσε να εμποδίσει τον Ερντογάν να τη δυναμιτίσει, αν αυτός το επέλεγε – και όπως πράγματι επέλεξε. Το πραγματικό πρόβλημα είναι άλλο:
Γιατί έγινε αυτή η πρόσκληση στον νεοσουλτάνο σε μια χρονική στιγμή που ο ίδιος έχει κυριολεκτικά ξεσαλώσει στα εθνικά μας θέματα και ταυτοχρόνως βρίσκεται σε σκληρή σύγκρουση με ολόκληρη τη Δύση;
Ποιος είχε τη φαεινή ιδέα να του δώσει βήμα μέσα στην καρδιά της ελληνικής διοίκησης, στο Προεδρικό Μέγαρο και στο Μέγαρο Μαξίμου, για να αναπτύξει ολόκληρο το φάσμα των εις βάρος της Ελλάδας διεκδικήσεων της Τουρκίας και του ιδίου;
Μήπως αντιλήφθηκε χθες η κυβέρνηση ότι έφτασε μόλις μια ανάσα από ένα τεράστιο φιάσκο, το οποίο θα έστελνε μια και καλή στα Τάρταρα κάθε εμπιστοσύνη στην ικανότητά της να διαχειρίζεται τα εθνικά θέματα;
Ελλάδα και Τουρκία βρίσκονται σε διαδικασία απόκλισης εφ’ όλης της ύλης, όπως συνοπτικά περιγράφαμε στο χθεσινό «Ποντίκι» επισημαίνοντας τον κίνδυνο από αυτή την επίσκεψη. Ποια «ανάγκη» λοιπόν επέβαλε να κουβαλήσουμε τον Ερντογάν στην Αθήνα υπό τις κρατούσες συνθήκες;
Η απάντηση ότι πρέπει να διατηρούμε την επικοινωνία με την Τουρκία για να μην κόβονται οι γέφυρες επικοινωνίας δεν ευσταθεί. Μπορούμε να μιλάμε διά της διπλωματικής και υπηρεσιακής οδού χωρίς να προσφέρουμε βήμα σε άκρως επιθετικές κινήσεις.
Μήπως όμως υπήρχε κάτι σημαντικό να ανακοινωθεί σε επίπεδο προσέγγισης; Απολύτως τίποτε.
Εκτός βεβαίως από το ότι νεκραναστήθηκαν κάτι μπαγιάτικα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, τα οποία μας ταλαιπωρούν εδώ και τρεις δεκαετίες και απλώς απαγόρευαν στις δύο πλευρές να κάνουν στρατιωτικές ασκήσεις τις ημέρες του Ραμαζανιού, του Πάσχα και στα «μπάνια του λαού». Και κάτι αστείες διερευνητικές επαφές για την υφαλοκρηπίδα, που από την εποχή του υπουργού Εξωτερικών ΓΑΠ ουδέν απέδωσαν.
Έτσι, απλώς για να ανακοινωθεί ένα αποτέλεσμα από τη συνάντηση Τσίπρα - Ερντογάν, η οποία σημαδεύτηκε από μια εντελώς αχρείαστη και πιθανώς επιζήμια δημόσια σύγκρουση. Αν στην κυβέρνηση ισχυρίζονται ότι δεν περίμεναν αυτήν τη συμπεριφορά, τότε κάνουν μέγα λάθος.
Εξ ίσου λάθος κάνουν αν πιστεύουν ότι, την ώρα που «τα βουβάλια έχουν αρχίσει ήδη το μεταξύ τους μπουνίδι στην αυλή μας», εμείς έχουμε το απαραίτητο πολιτικό δυναμικό για να αποτελέσουμε έναν αξιόπιστο μεσολαβητή που θα δρέψει τις δάφνες για τις καλές του υπηρεσίες. Αυτό είναι αδύνατον για δύο λόγους:
Πρώτον, διότι σε αυτή την περίπτωση προφανώς, αγνοώντας το μέγεθος της σύγκρουσης και την ισχύ της Τουρκίας, μπερδεύουμε το μπόι μας με τη σκιά μας.
Δεύτερον, διότι εμπλεκόμαστε σε χρόνια αντιπαράθεση με τον επεκτατισμό της Τουρκίας. Κανένας εμπλεκόμενος δεν μπορεί να παριστάνει τον μεσολαβητή στις συγκρούσεις του αντιπάλου του με τρίτους.
Σε κάθε περίπτωση το ερώτημα παραμένει: Γιατί τον κάλεσαν;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου