Πέμπτη 9 Ιανουαρίου 2020

Ο νέος τρόπος εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας

Η αποσύνδεση της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας από τη διάλυση της Βουλής ήταν μια απολύτως αναγκαία αναθεωρητική παρέμβαση. Πράγματι, βρισκόταν έξω από τη λογική του κοινοβουλευτικού συστήματος, σε οποιαδήποτε παραλλαγή του, η αναγνώριση της δυνατότητας «αντιπλειοψηφικής» διάλυσης της Βουλής, με πρωτοβουλία της αντιπολίτευσης, μέσω του άρθρου 32 παρ. 4 του Συντάγματος.
Ανεξάρτητα από τους λόγους της, η μη υπαναχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ από την πρότασή του προς αναθεώρηση του άρθρου 32 παρ. 4, παρότι ήταν πολύ πιθανό ότι δεν θα είχε τη δυνατότητα να καθορίσει το νέο περιεχόμενό του, ήταν μια θετική εισφορά του στην εκλογίκευση του ελληνικού συνταγματικού συστήματος.

Το γεγονός ότι στην προαναθεωρητική Βουλή κρίθηκε ως αναθεωρητέο μόνο το άρθρο 32 παρ. 4 Συντάγματος που ρυθμίζει τη διαδικασία της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, και όχι το άρθρο 30 παρ. 1 του Συντάγματος, που θεσπίζει τον τύπο της προεδρικής εκλογής (έμμεση εκλογή από τη Βουλή), απλοποίησε τα πράγματα. Ετσι, υπήρχαν τελικά τρεις εναλλακτικές λύσεις:

(α) Μετά τις τρεις πρώτες ψηφοφορίες του άρθρου 32 παρ. 3 του Συντάγματος, εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας με αυξημένη πλειοψηφία (180 ή τουλάχιστον 160 βουλευτών), με ανοικτό αριθμό ψηφοφοριών, ή (β) από την τέταρτη ψηφοφορία και μετά εκλογή με απόλυτη πλειοψηφία (151 βουλευτών) με ανοικτό αριθμό ψηφοφοριών, ή (γ) σε περίπτωση μη επίτευξης στην τέταρτη ψηφοφορία της απόλυτης πλειοψηφίας, εκλογή με σχετική πλειοψηφία.

Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι υπό το καθεστώς ενός αναλογικού εκλογικού συστήματος, όπως το ισχύον (ν. 4406/2016), η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας με απόλυτη πλειοψηφία προϋποθέτει τη συνεργασία περισσότερων του ενός κομμάτων.


Τελικά, η Νέα Δημοκρατία επέλεξε και επέβαλε μονομερώς, αφού διέθετε την απαιτούμενη αναθεωρητική πλειοψηφία, την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας ακόμη και με σχετική πλειοψηφία. Η επιλογή αυτή επικρίθηκε ως μη συνάδουσα με τον υπερκομματικό και ενοποιητικό ρόλο του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ωστόσο, ο αμερόληπτος και super partes ρόλος του Προέδρου της Δημοκρατίας έχει την πηγή του στο Σύνταγμα και αποτελεί θεσμικό του καθήκον (άρθρα 30 παρ.1 και 33 παρ. 2 του Συντάγματος), ανεξάρτητα από τον αριθμό των ψήφων της εκλογής του και την πολιτική προέλευσή τους. Προκαλεί, πάντως, κάποια απορία το γεγονός ότι οι περισσότεροι αγορητές της Νέας Δημοκρατίας στην Επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος δικαιολόγησαν την επιλογή της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας με απόλυτη ή και σχετική πλειοψηφία με το επιχείρημα ότι ο Πρόεδρος μετά την αναθεώρηση του 1986 αποτελεί περίπου μόνο ένα συμβολικό συνταγματικό όργανο, υποβαθμίζοντας υπέρμετρα τον νομικοπολιτικό του ρόλο. Ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας στην Ελλάδα εξακολουθεί να έχει ορισμένες σημαντικές ρυθμιστικές και ελεγκτικές αρμοδιότητες, δεν είναι πάντως μόνο ένα σύμβολο. Τώρα, λοιπόν, που πλησιάζει η προεδρική εκλογή, θα ήταν σκόπιμο να γίνει μια συζήτηση όχι για ατομικές περιπτώσεις, αλλά για τα κριτήρια με βάση τα οποία θα πρέπει να γίνει η επιλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου