Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

Γιώργος Τσακίρης, ένας καλλιτέχνης από τα Γιαννιτσά


Έλαμπε ολόκληρος τη βραδιά των εγκαινίων. Δεν ήταν μόνο επειδή είχε γύρω τους φίλους του, τους φοιτητές του, τους θαυμαστές του έργου του. Χαιρόταν ο Γιώργος Τσακίρης, γιατί σε ηλικία μόλις 56 ετών έκανε την πρώτη αναδρομική έκθεσή του, ίσως και επειδή είχε μπορέσει να μεταφέρει στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης όχι μόνο εικόνες, αλλά κυριολεκτικά την ατμόσφαιρα του τόπου όπου μεγάλωσε και δούλεψε, κατορθώνοντας να τη μετουσιώσει σε τέχνη.

Ήχοι πουλιών, μυρωδιά ξύλου και μούχλας, κοάσματα βατράχων, είναι το ηχητικό περιβάλλον στο οποίο, με τη βοήθεια της Θούλης Μισιρλόγλου...

... επιμελήτριας του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, έστησε ένα σύνολο έργων που φανερώνουν τη διαδρομή στην τέχνη ενός παιδιού που έφυγε πριν από αρκετά χρόνια από τα Γιαννιτσά με ένα πτυχίο ηλεκτρονικού στις αποσκευές του για να συνεχίσει τις σπουδές του στην Ιταλία. Όμως κουβαλούσε καλά κρυμμένο και ένα «σαράκι» που τριβέλιζε στο μυαλό του, και ήταν η ανάγκη να εκφραστεί και καλλιτεχνικά.
 
«Πήγα στη Φλωρεντία, και από εκεί είπα στον πατέρα μου πως θέλω να αλλάξω σχολή και να πάω στην Καλών Τεχνών. Μου απάντησε, πάρε το πτυχίο σου και δώσε μετά εξετάσεις στην άλλη σχολή. Τις έδωσα και πέρασα». Πέρασε και βρέθηκε να κολυμπάει σε πολύ βαθιά νερά. Από τα Γιαννιτσά, βρέθηκε σε μια πόλη με βαριά πολιτιστική κληρονομιά, και ο νεαρός, που ως τότε θαύμαζε ως μέγιστο ζωγράφο μόνο τον Γιάννη Τσαρούχη και ζωγράφιζε όπως εκείνος, νιώθει το ένα σοκ να ακολουθεί το άλλο.
 
«Δεν θα το ξεχάσω ποτέ ότι πήγαμε 2-3 φοιτητές στο Παλάτσο Γκράσι σε μια έκθεση του Μιρό. Ο ζωγράφος έφτιαχνε επί τόπου ένα έργο και αρχίσαμε να τον βοηθάμε, να τσουλάμε ένα μαδέρι πάνω σε ένα μεγάλο τελάρο ενώ αυτός έκανε μια μονοκοντυλιά. Όσα πίστευα άρχισαν να γκρεμίζονται. Να σκεφτείς πως είχα δει έργα του Κάλντερ και αναρωτιόμουν ποιος ηλίθιος είχε πάρει τα τενεκεδάκια και τα κρέμασε και άφησε ανοιχτό το παράθυρο για να κινούνται. Όμως στην Ιστορία της Τέχνης άκουσα για τον Πιστολέτο, για τον Μπούρι, τον Κουνέλη... Βλέπω τα έργα του Φράνσις Μπέικον, αναστατώνομαι και αρχίζω να τον αντιγράφω. Δούλευα και πολύ, έπινα πολύ».
 
Ήταν ένας τρόπος για να ξεπεράσει την ανασφάλεια που ένιωθε, αυτός ο επαρχιώτης από τα Γιαννιτσά, ζώντας σε ένα περιβάλλον τόσο διαφορετικό. Το παιδί, που όπως λέει ο ίδιος μίλησε για πρώτη φορά στο τηλέφωνο 19 ετών, βρήκε και ένα ακόμη όπλο για να κατοχυρώσει τη θέση του στη σχολή και τους συμφοιτητές του. Άλλαξε τον τρόπο που ζωγράφιζε, και στην πρώτη του έκθεση, στην Ιταλία, ξέχασε την ελληνικότητα και τις μορφές του Τσαρούχη που τον κυνηγούσαν και άρχισε τους πρώτους πειραματισμούς. Ζωγραφίζει πάντα, αλλά προσθέτει στο τελάρο και ξένα στοιχεία, όπως κομμάτια ξύλου και κάποια φτερά.
«Ήθελα να βρω έναν χώρο, να πω είμαι σαν και τους άλλους, αλλά ταυτόχρονα θέλησα να μην μπορούν να με ‘διαβάσουν’ αυτοί που γνώριζα. Να ξεφύγω από την επιρροή τους. Μου έλεγαν ότι κάνω σαχλαμάρες, αλλά εγώ το πίστευα. Κι αυτό με λύτρωσε».
Όμως το μεγάλο βήμα δεν είχε γίνει ακόμη. Θα το κάνει επιστρέφοντας στην Ελλάδα. Δείχνει στην Αθήνα και πάλι ζωγραφική, επίτηδες «κακή» ζωγραφική, προκαλεί φθάνοντας σε σημείο να βάλει στο κέντρο της γκαλερί έναν σωρό υλικών και την ένδειξη «απέτυχα στην προσπάθειά μου να φτιάξω το έργο και τώρα επισκέπτη πάρε τα υλικά και κάνε κάτι εσύ».
 
Όμως όταν γνωρίζει την γκαλερίστα Βίκυ Δράκου, αλλάζει ο τρόπος σκέψης του.
«Μου πρότεινε να κάνω μια έκθεση στο Πάικο. Κι εκεί έκανα τα πρώτα μου έργα στον χώρο, έκανα τις λίμνες μου, άρχισα να οργώνω τα χωράφια και να περνώ τις φωτογραφίες από το όργωμα στους καταλόγους και έβαλα μπροστάρη την ενασχόλησή μου με τη γεωργία».
Δεν την είχε ξεχάσει ποτέ. Παρόλο που ο πατέρας του ήταν δημόσιος υπάλληλος, καλλιεργούσε και τα χωράφια τους. Με το χώμα είχε παλέψει και ο Γιώργος Τσακίρης, και στα χωράφια ανακάλυψε έκπληκτος ότι η γραμμή που έκανε το αλέτρι στον ανθισμένο αγρό ήταν ωραία. Έκανε και μια δεύτερη, αλλά σταμάτησε όταν ένας γείτονας άρχισε να τον κοροϊδεύει πως δεν ξέρει να οργώνει.
Είχε πια αντιληφθεί πως στο χωράφι δεν μπορείς να ζωγραφίζεις, αλλά μπορείς να το οργώνεις. Όμως είχε αντιληφθεί ότι υπήρχε και ένας τρόπος να μεταφέρει την εμπειρία του από τους αγρούς στον χώρο της τέχνης.

 
ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΓΡΟΥΣ ΣΤΙΣ ΓΚΑΛΕΡΙ ΚΑΙ ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ
 
Το χορτάρι που φυτρώνει. Τα αυγά που επωάζονται. Οι γυρίνοι που μεταμορφώνονται. Τα ψάρια που μεγαλώνουν. Ο σκώρος που κατατρώει το μάλλινο κόκκινο φουστάνι. Και η μεταποίηση των φρούτων, η μεταφορά των στρωμάτων από τον οικείο χώρο του σπιτιού στην αναπαράσταση του παραδοσιακού τρόπου φύλαξής τους. Είναι οι εμμονές του Γιώργου Τσακίρη, στις οποίες δίνει μορφή και επιστρέφει ξανά και ξανά. Όταν πήρε την πρόσκληση του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, αναρωτήθηκε ποια και πόσα έργα του θα μπορούσαν να φανερώσουν αυτή τη διαδρομή που τον έφερε από τα Γιαννιτσά στη Φλωρεντία, από τα χωράφια που καλλιεργεί ακόμη στο πανεπιστήμιο όπου διδάσκει στη σχολή Καλών Τεχνών, από τις ελληνικές και ξένες γκαλερί σε ένα μουσείο.
 
«Ήταν μια επιστροφή στο παρελθόν. Μπορεί η μνήμη να εξασθενεί, αλλά υπάρχουν τα έργα που σου θυμίζουν πρόσωπα και γεγονότα που συνέβαιναν όταν τα έκανες». Πηγαίνοντας πίσω, η έκθεση αρχίζει με ζωγραφικά έργα του 1979 και φθάνει ως το σήμερα με ένα έργο που το παρουσιάζει για πρώτη φορά στο ΜΜΣΤ.
«Η αγωνία μου ήταν πώς να παντρέψω την αγροτική δουλειά με την τέχνη, ώστε να μην ντρέπομαι για την αγροτική καταγωγή μου, που δεν ήταν κάτι κομψό όταν μεγάλωνα. Ήθελα να τη νιώσει ο επισκέπτης στο πετσί του. Να κάνω τον επισκέπτη να θυμηθεί αυτά που έχει ίσως ζήσει» λέει ο Γιώργος Τσακίρης, αλλά και να μάθουν κι αυτοί που δεν έχουν ακούσει το σαράκι να σιγοτρώει το ξύλο, ή δεν έχουν δει πώς σκάει το αυγό για να βγει το κοτοπουλάκι.

 

ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΜΙΜΗΣΗ
Σε μια τέτοια διαδικασία παραγωγής τέχνης παραμονεύει ο κίνδυνος της γραφικότητας, να γίνει το έργο μια φολκλορική αναπαράσταση. Το ξέρει καλά ο Γιώργος Τσακίρης, αλλά γνωρίζει και πώς θα τον αντιμετωπίσει.
«Φθάνω σε ένα σημείο και εκεί λέω στον εαυτό μου στοπ! Μου το είχε πει για πρώτη φορά ο Μαυρομάτης: δεν θα πρέπει να σε ενδιαφέρει η αισθητική, δεν θα πρέπει να σε ενδιαφέρει να κομίσεις τόσο έντονες θύμησες σ’ αυτούς που βλέπουν το έργο σου. Να σταματάς. Με βοηθά και η εμπειρία, ίσως και το ότι είμαι αγρότης. Πριν από τα εγκαίνια μάζευα κεράσια, για παράδειγμα, και γνωρίζω μέχρι πού φθάνει η συσκευασία τους και σταματώ. Τα υπόλοιπα είναι δουλειά του εμπόρου που θα βάλει τις κορδέλες».
 
Αποφεύγοντας αυτό τον κίνδυνο, ο Τσακίρης δίνει ένα έργο απόλυτα προσωπικό αλλά όχι ερμητικό, αφού το αισθάνεται ο καθένας. Δείχνοντας την πορεία της ζωής από τη γέννηση ως τον θάνατο, μιλά για θέματα που αφορούν όλους και τα παρουσιάζει με την ίδια ειλικρίνεια με την οποία αντιμετωπίζει τον εαυτό του όταν λέει πως επιδιώκει με το έργο του να δείξει τις λάσπες που άγγιξαν τα χέρια του.
Αυτές οι λάσπες ακόμη αγγίζουν τα χέρια του, γιατί ο Τσακίρης δεν αποκόπηκε από τον χώρο του. Μπορεί να διδάσκει στο πανεπιστήμιο, να διατηρεί στη Θεσσαλονίκη ένα εργαστήριο, αλλά επιστρέφει πάντα στο πατρογονικό χωριό έξω από τα Γιαννιτσά. Εκεί έχει κατορθώσει και κάτι άλλο, εξίσου σημαντικό. Δεν τον αντιμετωπίζουν ως τον ξένο, ως τον παράξενο καλλιτέχνη.
«Όχι», διαβεβαιώνει, «αφού δουλεύω κανονικά στα χωράφια. Το ξεχνούν και το θυμούνται μόνο αν διαβάσουν κάτι στις εφημερίδες, ή δουν κάποια παρουσίαση στην τηλεόραση. Ακόμη και κάποιες αφίσες που είναι στην καφετέρια τώρα πια τις αγνοούν».

* Πληροφορίες
Η αναδρομική έκθεση του Γιώργου Τσακίρη θα λειτουργεί έως τις 16 Σεπτεμβρίου.

Πηγή  makthes.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου