Σάββατο 18 Ιανουαρίου 2014

Περαίωση: ή αλλιώς ...η νομιμοποίηση της φοροδιαφυγής από τους πολιτικούς



Το 1978, ο Θανάσης Κανελλόπουλος, υπουργός Οικονομικών της ΝΔ, εισήγαγε την περαίωση. Δηλαδή, τη θεσμοποίηση και αναγνώριση από το ελληνικό κράτος της φοροδιαφυγής. Την επικύρωση του φορολογικού εγκλήματος και την προτροπή επανάληψής του. Η επαναφορά της σημαίνει την κατάργηση της συνταγματικής αρχής ισότητας των πολιτών. Την εισαγωγή νέων διαδικασιών αθέμιτου ανταγωνισμού ανάμεσα σε αυτές τις επιχειρήσεις που πληρώνουν φόρους και σε εκείνες που φοροδιαφεύγουν. Δηλαδή, την
παραβίαση των ίδιων των αρχών ίδρυσης της ΕΟΚ/ΕΕ.
Οι πονηροί που δεν πληρώνουν «τα βρίσκουν» με το ελληνικό Δημόσιο που τους εξυπηρετεί.
Οι βλάκες πληρώνουν για να βλέπουν τα τρένα της φοροκλοπής και της φοροδιαφυγής να περνούν μπροστά από τα μάτια τους
Μεγάλα τμήματα επαγγελματιών και επιχειρηματιών της χώρας έμαθαν να μάχονται προκειμένου να διασφαλίσουν τη νόμιμη φοροδιαφυγή, ακόμα και φοροκλοπή, μέσα στο χρόνο. Υπήρχε πάντα κάποιο όριο χρόνου, όπως εκείνο των δέκα χρόνων. Η «μαγκιά» ήταν να…..  περάσουν φορολογικά «απαρατήρητοι» για δέκα χρόνια χωρίς να πληρώσουν φόρο. Το ελληνικό κράτος, κατόπιν, στο όνομα των φόρων που δεν συνέλεγε πρότεινε το ίδιο την περαίωση, ενώ οι φοροφυγάδες σε συνεργασία με τις επαγγελματικές ενώσεις τους έκαναν και κάνουν παζάρια για τους όρους νομιμοποίησης της φοροδιαφυγής. Τέλος, η κάθε φορά θεσμοποίηση της κοινωνίας της συνενοχής ήταν ο οδηγός για τον επόμενο κύκλο μη πληρωμής φόρων. Έτσι έφτασε να δημιουργηθεί ένα συστηματικό διαχρονικό θεσμικό πλαίσιο που αποτελούσε σταθερή υπόσχεση του ελληνικού κράτους ότι θα επιβραβεύσει τη φοροδιαφυγή. Θα την απαλλάξει από κάθε πρόστιμο και ότι ο φοροδιαφεύγων διά της περαίωσης θα πλήρωνε τελικά λιγότερα, από ό,τι αν πλήρωνε εξαρχής τους φόρους του. Η πλήρης επιβράβευση της παρανομίας, της φοροδιαφυγής και της φοροκλοπής.
Η μόνη σταθερά στο ελληνικό φορολογικό σύστημα ήταν η πίεση στους αδύναμους και η περαίωση για τους υπόλοιπους. Τα θεμελιακά επιχειρήματα εισαγωγής της περαίωσης παραμένουν μέχρι σήμερα τα ίδια.
Σύμφωνα με το πρώτο επιχείρημα, το κράτος έχει ανάγκη εσόδων Και πρέπει να προτάξει τη συλλογή χρημάτων κάθε ηθικής και οικονομικής λογικής. Στη βάση αυτής της αντίληψης, οικοδομείται το ελληνικό Κράτος κατ’ εικόνα και ομοίωση πολλών επιχειρηματιών. Ιδιαίτερα εκείνων που δεν ενδιαφέρονται για το μέλλον της επιχείρησής τους αλλά για την αρπαχτή. Αφού για το αύριο «έχει ο Θεός». Είναι η λογική που προτάσσει την αρπαχτή στην μακρόχρονη ανάπτυξη. Που υποτάσσεται στην άμεση λογιστική. Αυτή τη «λογική» υπηρέτησαν και υπηρετούν οι επιλογές της κυβέρνησης. Απλώς, μας τις εμφανίζει ως «τρομερό εκσυγχρονισμό».
Το δεύτερο επιχείρημα είναι κοινωνικά προκλητικό. Υποστηρίζει οι επιχειρηματίες δεν μπορούν να πληρώσουν σήμερα αυτά που οφείλουν νομίμως στο (ταυτόχρονα υβριζόμενο) Δημόσιο. Ότι εάν το κράτος επιμείνει να πληρώσουν, τότε κινδυνεύουν να μην μπορέσουν να λειτουργήσουν στα πλαίσια της οικονομίας και πολύ λιγότερο υπέρ της. Ότι, δηλαδή, η πολιτική νομιμοποίησης της παρανομίας επιφέρει διττά κέρδη. Και το Δημόσιο συλλέγει φόρους και οι επιχειρηματίες επιβιώνουν. Αυτή η επιχειρηματολογία ξεχνά κατ’ αρχάς ότι στην Ελλάδα ο φόρος δεν είναι επί του τζίρου, αλλά επί των κερδών και εκείνων που δεν κάνουν επενδύσεις. Κατά συνέπεια, εκείνοι που φοροδιαφεύγουν δεν γλιτώνουν φόρους από το υστέρημά τους, από τα άμεσα και αναγκαία χρηματικά κονδύλια, αλλά από τα κέρδη και μάλιστα από τα περιορισμένα κέρδη που εμφανίζουν στους ισολογισμούς τους. Εδώ φαίνεται και το ανόητο μεγαλείο των υψηλών φορολογικών κλιμάκων. Διότι τι νόημα έχει το υψηλό ποσοστό φορολόγησης, όταν αυτό ισχύει μόνο για τους έντιμους; Δηλαδή, απλώς αυξάνει την τιμωρία τους για την εντιμότητά τους; Το άλλο, το κυριότερο ζήτημα είναι ότι αυτού του είδους η επιχειρηματολογία στην ουσία διατείνεται ότι στην οικονομία είναι ωφέλιμοι μόνο οι επιχειρηματίες, και μάλιστα οι φοροδιαφεύγοντες, και όχι οι μισθωτοί και όσοι πληρώνουν φόρους. Πρόκειται για την πλήρη αποθέωση ενός ρηχού αντικοινωνικού νεοφιλελευθερισμού.
Αυτή η απαλλαγή διά της περαίωσης είχε, επιπλέον, δύο άμεσες λογιστικές-οικονομικές επιπτώσεις.
Η πρώτη ότι τα επόμενα χρόνια δεν θα έχει να μαζέψει το κράτος τόσο πολλά έσοδα από απλήρωτους φόρους. Δεν θα έχει να συλλέξει χρέη από τις προηγούμενες χρονιές. Δεν θα δικαιούται να στριμώξει τους φοροφυγάδες. Ούτε καν τους καινούριους. Τα έσοδα, λοιπόν, θα μειωθούν.
Όμως, οι απαιτήσεις του Μνημονίου θα παραμείνουν. Αφού το ελληνικό κράτος θα χαρίσει τα χρωστούμενα στους φοροκλέπτες και στους φοροφυγάδες, από κάπου θα πρέπει να τα πάρει στη συνέχεια.
Από πού;
Όπως έδειξαν τα φορολογικά μέτρα που ελήφθησαν τα χρόνια του Μνημονίου και του δήθεν ελέγχου από την Τρόικα, από αυτούς που πληρώνουν κανονικά τους φόρους τους. Τους μισθωτούς και τους έντιμους επαγγελματίες και επιχειρηματίες. Με άλλα λόγια, η περαίωση αποτελεί μια μεγάλη μηχανή ανακατανομής πλούτου εις βάρος των φτωχότερων και πλέον αδύναμων καθώς και των έντιμων όλων των κοινωνικών ομάδων. Θυμάστε πώς τη έλεγε αυτή την πολιτική η κυβέρνηση Παπανδρέου; «Δίκαιη Πολιτική» (η κοινωνική ύβρις σε όλο το μεγαλείο της).
Η πολιτική επιλογή της περαίωσης είναι η νομιμοποίηση της φορολογικής παρανομίας. Πέραν των λογιστικών προβλημάτων που θα προκύψουν και του άδικου χαρακτήρα της, μακροπρόθεσμα θα έχει μεγάλο κόστος στην οικονομία της χώρας και στην οικονομική της κουλτούρα Η περαίωση είναι βαθιά ανήθικη. Επιβραβεύει τη λαμογιά. Την κομπίνα. Τη συστηματική παραβίαση του νόμου.
Σε τι διαφέρει αυτή η πρακτική επιλογή από το σλόγκαν ότι «ό,τι είναι νόμιμο είναι και ηθικό» ή από τις αντιλήψεις ότι «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα»;
Επιβεβαιώνεται, δηλαδή ότι η οικονομική κρίση είναι αποτέλεσμα της πολιτικής αναδιανομής εισοδημάτων και πλούτου εις βάρος των πολλών. Ότι είναι εκδήλωση, σε τελευταία ανάλυση, μιας βαθιάς πνευματικής και ηθικής κρίσης της ελληνικής κοινωνίας της συνενοχής. Όπου ορισμένοι πολίτες, οι συνένοχοι, στηρίζουν τις κρατικές πολιτικές που επιβραβεύουν τη συνενοχή.
ΠΗΓΗ: αποσπάσματα από το βιβλίο του Νίκου Κοτζιά με τον τίτλο «Η πολιτική σωτηρίας ενάντια στην Τρόικα»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου