Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2013

Ομιλία για το Ολοκαύτωμα των Γιαννιτσών στις 14-9-1944



Γυρίζοντας το ρολόι του χρόνου 69 χρόνια πίσω,στις 14 Σεπ­τεμβρίου 1944, ημέρα Πέμπτη, του Σταυρού, ερχόμαστε στην ημερομηνία κατά την οποία έμελλε να «σταυρωθούν» τα Γιαννιτσά και να γίνουν άλλος ένας τόπος μαρτυρίου..
Γεγονότα θλιβερά, μηνύ­ματα επίκαιρα και σκηνές αλησμόνητες για πολλούς, μας θυμίζουν ότι αυτή η πόλη πλήρωσε με μια μεγάλη σφαγή την ανδρεία και τον πατριωτισμό των κατοί­κων της.

Τιμούμε σήμερα τους νεκρούς που σημάδεψαν με τη θυσία τους τούτη την πόλη.
Στεκόμαστε,απέναντι από μια μαρμά­ρινη πλάκα, πάνω στην οποία είναι γραμ­μένα τα ονόματα ηρώων, συμπολιτών μας,που στην ανάγνωσή τους και μόνο, νιώθουμε συγκίνηση, αισθανόμαστε πιο Έλληνες, πιο γεν­ναίοι, πιο πατριώτες, προβληματισμένοι όμως από τα τραγικά γεγονότα.
   Τότε η πατρίδα μας ήταν υπό Γερμανική κατοχή.
  Ο γερμανικός κατακτητικός στρατός, αυτή την περίοδο συνειδητο­ποιεί την επικίνδυνη γι' αυτόν κατάσταση, υποχωρεί με βραδύ ρυθμό, επειδή δεχεται αδιάκοπα τα πλήγ­ματα των ανταρτών και των αντιστασιακών και προβαίνει πα­ντού σε πρωτοφανείς αγριότητες, που αποτελούν όμως σπασμωδικές ενέργειές του. Αλλά αυτή η δράση των ανταρτών και των ομοιδεατών τους στις πόλεις και στα χωριά, συχνά κοστίζει βαριά στον άοπλο ελληνικό λαό, που αντι­μετωπίζει το εκδικητικό μένος των κατα­κτητών. Μέσα σε τέτοια, συνοπτικά, ταραγ­μένη ατμόσφαιρα συντελέστηκαν στα Γιαν­νιτσά κατά τις 14 Σεπτεμβρίου 1944 ορισμέ­να συγκλονιστικά συμβάντα, που αποτε­λούν το μελανότερο κεφάλαιο της τοπικής μας ιστορίας.
 Οι Γιαννιτσιώτες, οργανωμένοι στην αντί­σταση ή όχι, ήταν αρκετά ενημερωμένοι για τις εξελίξεις στα διάφορα μέτωπα του πολέ­μου, τις ήττες, τις υποχωρήσεις και τις συμπτύξεις των γερμανικών στρατευμά­των. Μέσα στα Γιαννιτσά οι κατακτητές έχοντας περιορίσει τελευταία κατά πολύ τις δυνάμεις τους, διέθεταν όχι περισσότερους από 100 στρατιώτες και τους ένοπλους Έλλη­νες συνεργάτες τους. Εξάλλου οι συμπολί­τες μας ήταν εξοικειωμένοι με τα διάφορα μέτρα τρομοκρατίας και έβρισκαν τρόπους να τα αντιμετωπίζουν. Συνήθως και κυρίως οι άντρες, για να γλιτώσουν τη φυλάκιση, τα βασανιστήρια, τα στρατόπεδα συγκε­ντρώσεων ή τις εκτελέσεις, ζητούσαν κατα­φύγιο μακριά από τα σπίτια τους, σε συγγενείς ή φίλους ή στον βάλτο, μέσα σε πρόχειρες καλύβες, ή στην περιοχή του Πάικου, κάτω από την προστασία των ανταρτών, ή σε άλ­λες πόλεις και χωριά.
Εκείνο όμως που συνετέλεσε στο να ξεχειλίσει το ποτήρι των κατοχικών δυνάμεων, ήταν η αποχώρηση από τον Γερμανικό στρατό και η μετάβασή του στους αντάρτες του Πάικου, του Αυστριακού στρατονόμου 'Οτμαρ Ντορν, με τη με­σολάβηση εμπίστων του, Γιαννιτσιωτών.
 Για την πληρέστερη κατανόηση των διαθέσεων των κα­τακτητών, πρέπει να έχει κανείς υπόψη του ότι οι Γερμανοί εφάρ­μοζαν την τακτική των αντιποίνων στον άμαχο πληθυσμό για πρά­ξεις και ενέργειες που στρέφονταν εναντίον τους. Έτσι είχαν δι­ακηρύξει ότι για την απώλεια ενός στρατιώτη τους θα εκτελούνταν 50 Έλληνες,ενώ για κάθε σκοτωμένο συνεργάτη τους, θα πλήρωναν με τη ζωή τους 5-10 αντίπαλοί τους.
Στην περιοχή μας ήδη κάποια πρόγευση αντιποίνων γνώρισαν οι κάτοικοι του Ελευθεροχωρίου τον Μάρτιο του 1944, με την πυρπόληση του χωριού τους και τους φόνους συγχωριανών τους, επειδή οι Γερμανοί έπαθαν με­γάλη ζημιά εκεί, πέφτοντας σε ενέδρα ανταρτών.
Η παρουσία και η δράση του λοχία των SS, Φριτς Σούμπερχ (γνωστού από τη θηριωδία του Χορτιάτη και άλλων περιοχών ), ήταν καθοριστική για την εξέλιξη των γεγονότων.
Από το πρωί της 14ης Σεπτεμβρίου, προμηνυόταν μεγάλο κακό στα Γιαννιτσά. Οι πυροβολισμοί ήταν συνεχείς, χωρίς να μπορεί να προσδιοριστεί αμέσως από ποιους και γιατί γίνονταν. Μέσα σε ό­λη την πόλη παρατηρούνταν μεγάλη κινητοποίηση Γερμανών και συνεργατών τους, οι οποίοι οδηγούσαν άμαχους Γιαννιτσιώτες από όλα τα σημεία της πόλης, με την αγωνία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους, σε δυο χώρους:
Τους άντρες και τους έφηβους στο 1ο Δημοτικό σχολείο και τις γυναίκες με τα μικρά παιδιά τους, στο πάρκο του Αγίου Γεωργίου.
 Η κακοποίηση και ο ξυλοδαρμός ήταν επίσης κανόνας για τους εισερχόμενους στον χώρο του  σχολείου, τον λεγόμενο ειρωνικά "στρούγκα", από τη σημερινή οδό Κύπρου, όπου ήταν παραταγμένοι ένοπλοι, κάτω από την εποπτεία του Σούμπερτ και του Φρουράρχου Μαξ Ρέσκο. Εκει είχαν οδηγηθεί ο Δήμαρχος της πόλης Θωμάς Μαγκριώτης, ιερείς, επιστήμο­νες, υπάλληλοι, επιχειρηματίες, αγρότες κλπ. Οι συγκεντρωμένοι ή­ταν λιγότεροι από 1.000, με διαχωρισμένους τους άντρες από τους εφήβους. Οι υπεύθυνοι της συγκέντρωσης, δεν ήταν διόλου ικανο­ποιημένοι από τον μικρό σχετικά αριθμό των αντρών, σε μια πόλη που αριθμούσε 13.000 περίπου κατοίκους,σύμφωνα με την απογρα­φή του 1940.
Καθισμένοι στο έδαφος όλοι οι μαντρωμένοι Γιαννιτσιώτες, περίμεναν με μεγάλη αγωνία την εξέλιξη. Σε λίγη ώρα θα έβλεπαν να ξετυλίγονται μπροστά τους φρικιαστικές
σκηνές. Κάποια στιγ­μή οι ένστολοι ,με εντολή του Σούμπερτ, ξεχώρισαν μια ομάδα νέων, τούς έστειλαν σε γειτονικά σπίτια για να προμηθευτούν σκα­πτικά εργαλεία και χωρισμένους σε βάρδιες, τούς διέταξαν να α­νοίξουν μεγάλο λάκκο, μεγέθους ενός δωματίου που έμελλε να γίνει ο τάφος αθώων Γιαννιτσιωτών.
 Ο βασανισμός και το μαρτύριο πολλών μελλοθανάτων αντρών, εκτελούνταν στον λεγόμενο "διάδρομο του θανάτου", δηλαδή ανά­μεσα σε δυο παράλληλες σειρές ενόπλων μπροστά στον λάκκο. Μετά την οδυνηρή εκείνη δοκιμασία, τουφεκίζονταν επί τόπου. Μερικοί σπρώχνονταν ζωντανοί στον λάκκο κι αν δεν δέχονταν την χαρι­στική βολή εκεί μέσα, ξεψυχούσαν βασανιστικά αργότερα.
Ο Σούμπερτ, μη μπορώντας να ανε­χθεί τον ηρωισμό του
δημάρχου της πόλης, ο οποίος αρνήθηκε με τόλμη να κατονομάσει τους Έλληνες αγωνι­στές μέλη της αντίστασης, διατάζει την εκτέλεση του, μαζί με ορισμένους υπαλλήλους του δήμου, σε άλλο χώρο, μακρυά από τους συγκεντρωμένους, για ευνόητους λόγους.
Μέχρι το σούρουπο κάτω από την επι­στασία του Γερμανού Σούμπερτ, η σφαγή συνεχίζεται μέσα κι έξω από τον σκαμμέ­νο τάφο με πρωτοφανή θηριωδία.
Το φρικτό έγκλημα είχε συντελεστεί. Τις επόμενες ημέρες γράφτηκε ο επίλογος του θλιβερού αυτού γεγονότος για την πόλη μας. Θλίψη και οργή, θρήνος και εκδίκη­ση ήταν τα συναισθήματα όσων βίωσαν τη μεγάλη σφαγή.
 Το απόγευμα της ίδιας ημέρας οι Γερμανοί άφησαν ελεύθερους και τους υπόλοιπους κρατουμένους.
Η πόλη αρχίζει να ερημώνει.
Στις 18 Σεπτεμβρίου μέρος της πόλης παραδόθηκε στις φλόγες και οι Γερμανοί με τους συνεργάτες τους εκτελούσαν ό­σους πολίτες συναντούσαν στο δρόμο.
Οι νεκροί έμειναν εκεί, άταφοι.
         Ο Σουηδός πρεσβευτής Τύμπεργκ α­ναφέρει σχετικά τα εξής:
"Το ένα τρίτο της πόλης καταστράφη­κε από φωτιά. Οι Γιαννιτσιώτες εγκαταλείπουν την πόλη. Καταφεύγουν στα χωράφια του βάλτου και διαμένουν σε πρόχειρες καλύβες".
Ο Εμίλ Βένγκερ που επισκέφθηκε τα Γιαννιτσά λίγες μέρες μετά την ομαδική εκτέλεση, ως εκπρόσωπος του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού,  γράφει χαρακτη­ριστικά:
"Τα Γιαννιτσά είναι ήδη μία νεκρά πόλις".
. Έτσι λίγο πριν την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Γερμανούς κατακτητές, η πόλη των Γιαννιτσών με το μαρτυρικό θάνατο των 120 περίπου κατοίκων της, συμβάλλει με αίμα στον αγώνα της πατρίδας.

 Η ηρωϊκή θυσία τους με επικεφαλής τον Δήμαρχό τους, μας αφίνει ως παρακαταθήκη και ηθική ενίσχυση τα μηνύματα:
1.    Της ανδρείας και του πατριωτισμού των Ελλήνων στις δύσκολες στιγμές και ειδικά όταν απειλείται η εθνική κυριαρχία μας που εκδηλώνεται μέσα από απελευθερωτικούς αγώνες.
2.    Της προσήλωσης στις ηθικές αξίες και εθνικά ιδανικά.
3.    Της θυσίας για την πίστη και την ελευθερία.

Απέναντι τους με σεβασμό σκύβουμε το κεφάλι και υποκλινόμαστε στον πα­τριωτισμό τους.
      Ας ευχηθούμε όλοι μας να μην ξανάρθουν τέτοιες μέρες.

-Κλείνοντας θα ήθελα να κάνω μια επισήμανση.
   Την ώρα που κατατίθεται κάθε στεφάνι, ας σκεφθούμε νοερά, ας φέρουμε την εικόνα μπροστά στα μάτια μας και ας αναλογισθούμε  ότι συντελείται αυτή την στιγμη η απάνθρωπη σφαγή των αδικοχαμένων προγόνων μας.
- Πως θα αισθανόμασταν αν το βλέπαμε;
- Πως θα νοιώθαμε αν συνέβαινε σε δικούς μας ανθρώπους;
- Πως θα αντιδρούσαμε σε κάτι τόσο άδικο;
 Εδώ είναι τόπος θυσίας και όχι μέρος οποιασδήποτε αντιπαράθεσής μας.
Νομίζω πως η σιωπή και η περισυλλογή είναι το καλύτερο που πρέπει να πράξουμε.
    Ας είναι αιώνια η μνήμη τους.

1 σχόλιο:

  1. Μου κάνει εντύπωση ότι πουθενά στην ομιλία (αλήθεια από ποιον και πού έγινε;)δεν φαίνεται η δράση των ανδρών του Πούλου κατά την αποφράδα εκείνη ημέρα. Λέγοντας απλά "οι Γερμανοί και οι Έλληνες συνεργάτες τους" μοιάζει σαν να θέλουμε να κρύψουμε κάτι, αλλά οι συνεργάτες των Γερμανών την εποχή εκείνη είχαν ονόματα και σε πολλές περιπτώσεις ξεπερνούσαν σε αγριότητα και κτηνώδη αναλγησία τους Γερμανούς. Ποιός ο λόγος να μη τους αναφέρουμε με το όνομά τους, λοιπόν;

    ΑπάντησηΔιαγραφή