Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

Γερμανία: Ισοπαλία στην τηλεοπτική μονομαχία των δύο υποψηφίων για την Καγκελαρία



Κυριάρχησε η αντιπαράθεση για το «χρήμα»: Οι προτάσεις των Σοσιαλδημοκρατών για αύξηση της φορολογίας για τους πλούσιους, καθώς και για την καθιέρωση ενός κατώτατου μισθού, η εξαγγελία για αύξηση των εισφορών για την υγεία (από τους Χριστιανοδημοκράτες) και κυρίως η βοήθεια για την Ελλάδα, η οποία μονοπώλησε τη συζήτηση στο θεματικό μπλοκ για την κρίση του ευρώ.

«Θα συνεχίζω να πιέζω την Αθήνα για μεταρρυθμίσεις» τόνισε η κ.Μέρκελ στο «μπλοκ» της συζήτησης για τις υπερχρεωμένες χώρες.
«Δεν αντιλέγω στην ανάγκη της δημοσιονομικής εξυγίανσης. Αλλά εγώ δεν θα έδινα αυτό το φάρμακο σε θανατηφόρα δόση» απάντησε ο κ.Στάινμπρουκ. Η εξυγίανση, πρόσθεσε, πρέπει να συνοδεύεται από αναπτυξιακές ενέσεις, καθώς και από προγράμματα για την καταπολέμηση της ανεργίας των νέων – στο πλαίσιο ενός νέου ευρωπαϊκού σχεδίου Μάρσαλ.

Η κ.Μέρκελ απέφυγε να απαντήσει ευθέως σε αυτή την κριτική, τόνισε όμως, ότι η πολιτική της δεν αποβλέπει μόνο στην τακτοποίηση των οικονομικών του ελληνικού δημοσίου, αλλά και στην αναδόμηση του κράτους, καθώς και στην κατάργηση των αναχρονιστικών επιχειρηματικών δομών, έτσι που από όλα αυτά να προκύψει μια νέα δυναμική ανάπτυξης.

Αναφερόμενη στο πολυθρύλητο τρίτο πρόγραμμα βοήθειας για την Ελλάδα, η κ.Μέρκελ άφησε ανοικτή τη χρηματική του πλευρά. «Κανείς δεν ξέρει σήμερα πόσο μεγάλο θα είναι το απαιτούμενο ποσό. Εξ άλλου δεν είναι σωστό να γίνεται πρόωρα λόγος για βοήθεια, γιατί αυτό θα φρενάρει τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες» είπε. Το μέγεθος της βοήθειας, πρόσθεσε, θα εξαρτηθεί από την εξέλιξη των πραγμάτων στην Ελλάδα – κάτι στο οποίο συμφώνησε και ο ανταγωνιστής της.

«Γιατί επικρίνετε την καγκελάριο αφού εγκρίνατε τα δυο προηγούμενα προγράμματα βοήθειας;» ρωτήθηκε ο κ.Στάινμπρουκ. «Λόγω της ευθύνης που έχουμε έναντι της Ευρώπης» ήταν η απάντηση. Το «ναι» στα προγράμματα, πρόσθεσε, δεν ήταν και «ναι» «στο ρόπαλο της σταθεροποίησης που επισείει η καγκελάριος στα κεφάλια των Ελλήνων. Εκείνο που αντίθετα θα έπρεπε να κάνει, είναι να βοηθήσει τους Έλληνες να απογειωθούν πάλι οικονομικά και όχι να τους καρφώνει στο νοσοκομειακό κρεβάτι». Δεν πρέπει να ξεχνιέται, πρόσθεσε, ότι σε ανάλογα άσχημη κατάσταση είχε βρεθεί αμέσως μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η Γερμανία και ότι οι νικήτριες δυνάμεις την είχαν βοηθήσει τότε να αναβιώσει οικονομικά.

Για το «κούρεμα» πάντως απέφυγαν κάθε κουβέντα – ίσως επειδή δεν το «βλέπουν» εξίσου και οι δυο.

Οι τόνοι ανέβηκαν ακόμη περισσότερο στη συζήτηση θέματα εσωτερικής οικονομικής πολιτικής. Παράδειγμα η καθιέρωση ενός κατώτατου μισθού: Οι Σοσιαλδημοκράτες τον θέλουν ενιαίο (8,5 ευρώ την ώρα), οι Χριστιανοδημοκράτες, αντίθετα, μόνο ανά κλάδο μέσω αντίστοιχων συλλογικών συμβάσεων – κάτι που θα οδηγήσει σε αναρίθμητους «κατώτατους» μισθούς. Στο θέμα αυτό ο κ.Στάιμπρουκ ήταν, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, πιο «πειστικός» από την αντίπαλό του, όπως επίσης και στο θέμα του δημόσιου συστήματος ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, για το οποίο εμφανίστηκε ως υπέρμαχός του. Το κακό γι αυτόν ήταν μόνο, ότι – ύστερα από ερώτηση των παρουσιαστών – αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι ο ίδιος είναι ιδιωτικά ασφαλισμένος. Η «ομολογία» αυτή προκάλεσε – όπως προκύπτει από τις αντιδράσεις στα λεγόμενα κοινωνικά μέσα (face book, twit, blog, κλπ.) - πολλά δυσμενή σχόλια. Η αντίστοιχη «ομολογία» της καγκελάριου πέρασε, αντίθετα, σχεδόν απαρατήρητη.

Τα αίματα «άναψαν» επίσης και για το σκάνδαλο της ηλεκτρονικής κατασκοπείας εις βάρος της Γερμανίας από την αμερικανική μυστική υπηρεσία πληροφοριών NSA, που αποκαλύφτηκε πρόσφατα. O κ.Στάινμπρουκ κατηγόρησε την κ.Μέρκελ λίγο ή πολύ ότι έχει μετατρέψει τη χώρα σε ξέφραγο αμπέλι για τους αμερικανούς κατασκόπους, κάτι που η τελευταία αντέκρουσε λέγοντας, ότι βρίσκονται σε εξέλιξη νέες συμφωνίες με τους Αμερικανούς που θα αποκλείσουν μελλοντικά παρόμοια συμβάντα.

Τα αποτελέσματα των δημοσκοπήσεων, που έγιναν αμέσως μετά το debate, ήταν άνισα.

Στην πρώτη, που έγινε κατά παραγγελία του πρώτου προγράμματος της γερμανικής τηλεόρασης ARD, το 49% των 1058 ερωτηθέντων έκρινε ότι ο Πέερ Στάινμπρουκ ήταν πιο «πειστικός» από την νυν καγκελάριο και πρόεδρο του χριστιανοδημοκρατικού κόμματος Άνγκελα Μέρκελ (44%).

Στην ίδια ερώτηση, που έγινε στα μέσα περίπου της αντιπαράθεσης, προηγούταν οριακά η κ.Μέρκελ με 44% έναντι 43% του αντιπάλου της.

Μεγάλο «ρεύμα» είχε ο κ.Στάινμπρουκ στους αναποφάσιστους (49%, έναντι 36% για την κ.Μέρκελ). Αυτοί ήταν που του έδωσαν τελικά και τη «νίκη».

Στη δεύτερη δημοσκόπηση, που έγινε κατά παραγγελία του ZDF, η κ.Μέρκελ προηγούταν με επίσης μεγάλη διαφορά (40% έναντι 33% για τον κ.Στάινμπρουκ). Στο θέμα των υπερχρεωμένων χωρών η κ.Μέρκελ ήταν ακόμα πιο πειστική (40% έναντι 30%).

Στην τρίτη δημοσκόπηση που έγινε κατά παραγγελία του σταθμούς SAT1, o κ.Στάινμπρουκ είχε τη «μύτη» μπροστά (50,3% έναντι 49,7% για την κ.Μέρκελ).

Σύμφωνα πάντως με τους εκλογολόγους, η χθεσινή εμφάνιση του κ.Σταίνμπρουκ δεν βελτίωσε πολύ τη θέση του έναντι της η κ.Μέρκελ, η οποία παραμένει το μεγάλο φαβορί και θα είναι πιθανότατα και η επόμενη καγκελάριος.

Εκείνο που θα μπορούσε να αλλάξει όμως, προσθέτουν, είναι ο συνολικός συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα στη συμπολίτευση (Χριστιανοδημοκράτες και Ελεύθεροι Δημοκράτες) και την αντιπολίτευση (Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινοι και Αριστερά). Μέχρι πρότινος η συμπολίτευση προηγούταν οριακά με μια ποσοστιαία μονάδα, τώρα, ύστερα από το debate, αυτό πιθανόν να αναστραφεί. Το αποτέλεσμα δεν θα είναι όμως η συγκρότηση κυβέρνησης των κομμάτων της αντιπολίτευσης, δεδομένου ότι ο κ.Στάινμπρουκ έχει αποκλείσει τη συνεργασία με το κόμμα Αριστερά, αλλά η αναβίωση του «μεγάλου συνασπισμού» Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών υπό την κ.Μέρκελ.

Ειδικά η αντιπαράθεση για την Ελλάδα δεν απέφερε πάντως πρόσθετους «πόντους» σε κανένα από τους δυο μονομάχους. «Οι περισσότεροι ψηφοφόροι έχουν ήδη άποψη για το θέμα, που πρόσκειται σε εκείνη της καγκελάριου» είπε ένας από αυτούς. Οι επικρίσεις του κ.Στάινμπρουκ δεν τους πείθουν. Εξάλλου, πρόσθετε, (παραπέμποντας σε ένα νέο κοινωνικό και «μιντιακό» φαινόμενο) πολλοί από τους ψηφοφόρους δημιουργού τελευταία μεταξύ τους δικούς τους, παράλληλους διάλογους, που δεν επηρεάζονται από τα μέσα ενημέρωσης και τους πολιτικούς - και αυτό ακριβώς συμβαίνει τώρα και με το θέμα «Ελλάδα».

Το φαινόμενο αυτό, προσθέτουν, οφείλεται στην επίδραση των ήδη αναφερθέντων κοινωνικών μέσων, που δίνουν στο μεγάλο κοινό τη δυνατότητα όχι μόνο να παρεμβαίνει άμεσα (διαδραστικά) στη δημόσια συζήτηση, αλλά και να δημιουργεί, μέσω της εσωτερικής επικοινωνίας, δική του δημοσιότητα. Κι αυτό αναμένεται να πάρει ακόμα μεγαλύτερη έκταση - ανάλογη με τη αυξανόμενη διάδοση των κοινωνικών μέσων.

tovima.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου