Τρίτη 9 Απριλίου 2013

Τα γαϊδούρια, οι πολιτικοί και ο Αίσωπος.





Ένας γέρος μυλωνάς κι ο δεκαπεντάχρονος γιος του ξεκίνησαν μια μέρα να πάνε στο παζάρι για να πουλήσουνε το γαϊδούρι τους. Για να’ ναι πιο ζωηρό, πιο ευκίνητο και πιο σβέλτο το γαϊδούρι, πατέρας και γιος δέσανε τα μπροστινά και πισινά πόδια, περάσανε ένα μακρύ πάσαλο και το μεταφέρανε στους ώμους τους, όπως ένα κρεμασμένο πολυέλαιο. Ταλαίπωροι άνθρωποι. Ανόητοι. Αγράμματοι κι αμόρφωτοι, τους φώναξε ο πρώτος που τους είδε να σηκώνουν περασμένο στο πάσαλο το γαϊδούρι. Κι έσκαγε στα γέλια. Ποια φάρσα ετοιμάζουν αυτοί εδώ οι άνθρωποι; Πιο γάιδαρος από τους τρεις δεν είναι αυτός που σηκώνουν ανάσκελα; Καθώς άκουσε τα λόγια του περαστικού, ο μυλωνάς κατάλαβε
την ανόητη πράξη του. Κατεβάζει το γαϊδούρι, το βάζει στα πόδια του και το κάνει να βαδίζει ολοταχώς. Το γαϊδούρι όμως, που του άρεσε πολύ ο άλλος τρόπος, δηλαδή να το πηγαίνουν σηκωτό, άρχισε να παραπονιέται, στη δική του βέβαια γλώσσα. Ο μυλωνάς όμως αδιαφορούσε για τα παράπονα του γαϊδουριού και ανεβάζει στη ράχη του το δεκαπεντάχρονο γιο του και κείνος ακολουθούσε το γαϊδούρι φορτωμένο το γιο του. Κατά τύχη περνούσαν το δρόμο τρεις καλοί έμποροι. Το θέαμα, να καβαλικεύει ο γιος και να ακολουθεί ο πατέρας, δεν τους άρεσε καθόλου. Και ο πιο γέροντας από τους τρεις γύρισε και φώναξε όσο πιο δυνατά μπορούσε στο αγόρι Ε! Ε! Ε! Κατέβα κάτω νεαρέ, που μεταχειρίζεσαι τα γκρίζα μαλλιά σαν υπηρέτη. Εσύ οφείλεις να ακολουθείς κι ο γέροντας να είναι καβάλα στο ζώο. Ο γιος του μυλωνά κατάλαβε την απρέπεια του, κατέβηκε από το ζώο και σε λίγο ανέβηκε ο γέροντας πατέρας του. Κάποια στιγμή καθώς προχωρούσαν, τους αντάμωσαν τρία κορίτσια. Το ένα κορίτσι γυρίζει και λέει: а Είναι μεγάλη ντροπή να βλέπει το γιο του να βαδίζει κουτσαίνοντας κι αυτός ο αγαθιάρης να πηγαίνει καβάλα στο γαϊδούρι, νομίζοντας ότι είναι κανένας σοφός. Και τα κορίτσια, το ένα μετά το άλλο, συνέχιζαν να πειράζουν και να γιουχαΐζουν το γέροντα μυλωνά. Ύστερα από πολλά γιουχαΐσματα, ο άνθρωπος πίστεψε πως είχε άδικο κι έβαλε το γιο του στα καπούλια του γαϊδουριού. Δεν είχαν όμως προχωρήσει ούτε τριάντα βήματα και συναντούν μια ομάδα από πέντε άντρες, κι ο ένας της ομάδας γυρίζει και λέει: Αυτοί οι άνθρωποι είναι τρελοί. Το γαϊδούρι δεν αντέχει άλλο. Θα ψοφήσει από τα χτυπήματά τους. Για να φορτώσουν έτσι το ταλαίπωρο γαϊδούρι, δεν έχουν καθόλου λύπηση και συμπόνια για το γέροντα υπηρέτη τους. Σίγουρα στο παζάρι που πάνε θα πουλήσουνε το δέρμα του γαϊδουριού και όχι το ζώο. Ο μυλωνάς, ακούγοντας τα λόγια αυτά, συλλογίστηκε και λέει: Πρέπει θεότρελος να’ ναι, όποιος πιστεύει ότι ευχαριστεί όλο το κόσμο. Ας δοκιμάσουμε να βρούμε μια άκρη. Και κατεβαίνουν από τη ράχη του γαϊδουριού πατέρας και γιος. Το γαϊδούρι τότε, με άνεση και ικανοποίηση προχωρούσε γοργά μπροστά τους κι ο μυλωνάς και ο γιος του ακολουθούσαν πεζοί (με τα πόδια).Πιο κάτω όμως τους συναντά ένας τύπος και λέει:
Μήπως είναι της μόδας, ο γάιδαρος να πηγαίνει ξεφορτωμένος, με την  άνεσή του κι ο μυλωνάς να ταλαιπωρείται; Ποιος, ο γάιδαρος ή το αφεντικό, είναι φτιαγμένος για να κουράζεται; Συμβουλεύω αυτούς τους ανθρώπους να το σκεφτούν καλά. Φθείρουν τα παπούτσια τους και διατηρούν το γαϊδούρι τους. Ωραία τριάδα γαϊδουριών. Ο μυλωνάς τότε αποκρίθηκε και είπε: Στο εξής, ξέρω, οι άνθρωποι είτε με κατακρίνουν είτε με επαινούν, είτε λένε κάτι είτε δεν λένε, εγώ θα κάνω του κεφαλιού μου. Οι άνθρωποι, έτσι κι αλλιώς, πάντα θα σχολιάζουν.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου